- υποξυω
- ὑποξύωὑπο-ξύωдосл. понемногу обтесывать, стирать, перен. подмывать
(πέζαν νάπης Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέζαν νάπης Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποξύω — Α ξύνω κάτι ελαφρώς ή τό ξύνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξύω «ξύνω, λειαίνω»] … Dictionary of Greek
ὑποξύουσι — ὑποξύ̱ουσι , ὑποξύω scrape a little pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποξύ̱ουσι , ὑποξύω scrape a little pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύσαντα — ὑποξύ̱σαντα , ὑποξύω scrape a little aor part act neut nom/voc/acc pl ὑποξύ̱σαντα , ὑποξύω scrape a little aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
υπόξυσμα — ύσματος, τὸ, Μ [ὑποξύω] απόξεσμα («τὰ ὑποξύσματα τῆς ὁπλῆς τρίβειν ἐν οἴνῳ», Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek
ὑποξυέσθω — ὑποξῡέσθω , ὑποξύω scrape a little pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξυόμενοι — ὑποξῡόμενοι , ὑποξύω scrape a little pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύουσα — ὑποξύ̱ουσα , ὑποξύω scrape a little pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύων — ὑποξύ̱ων , ὑποξύω scrape a little pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέξυε — ὑπέξῡε , ὑποξύω scrape a little imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξυσον — ὑπόξῡσον , ὑποξύω scrape a little aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)